Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



oυροχολίνη, η


Ερμηνεία:

Κίτρινη χρωστική, που είναι παράγωγο των χολικών χρωστικών, μετά την αναγωγή τους στο έντερο. Μικρό ποσό της αποβάλλεται φυσιολογικά στο έντερο, ενώ τα επίπεδά της αυξάνουν στην ηπατική ανεπάρκεια. Έχει χημικό τύπο (C33H45N4O6). 

 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

 

 

 

 



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Βιοχημεία: